- αραιός
- -ή, -ό (AM ἀραιός, -ά, -όν)1. ο μη πυκνός στη σύστασή του2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματαΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνάαρχ.1. ο ασθενικός, ο άτονος2. ο στενός3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιάη γαστήρ, η κοιλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη F στη λέξη μαρτυρείται από το ομηρικό μέτρο και ανάγει σε αρχικό τ. *Fαρασιιός, ο οποίος συνδέεται πιθ. με τον τ. ῥᾷστος < *Fράσιστος. Η λ. παραδίδεται στον Ηρωδιανό με δασύτητα και απαντά ως χαρακτηρισμός κνήμης, εισόδου κ.λπ., με τη σημασ. «ισχνός, αδύνατος» (Ομηρ.), ως επίθ. παράταξης (Ξενοφ.), τροφής (Αριστοτ.), υφάσματος και ύλης με την έννοια «χαλαρός, χασματικός, πορώδης» (Αναξιμ., Αναξαγ., Εμπεδ., Ιπποκρ., Αριστοτ.), σε αντίθεση προς το πυκνός και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σημασ. «σπάνιος». Ο τ. αριός < αραιός, με συνίζηση, ενώ ο τ. ανάριος < αν(α)-* + αραιός.ΠΑΡ. αραιότητα (-ότης), αραιώδης, αραιώνω (-όω, -ώ).ΣΥΝΘ. αραιοδόντης (-όδους) (-θριξ), αραιόστυλος, αραιότριχοςαρχ.αραιόπορος, αραιόσαρκος, αραιόφθαλμοςμσν.- νεοελλ.αραιόφυλλος].
Dictionary of Greek. 2013.